- μουγκρίζει
- μουγκρίζωslobberpres ind mp 2nd sgμουγκρίζωslobberpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek
εριβρύχης — ἐριβρύχης, ὁ (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.) 2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρύχης (< βρυχώμαι)] … Dictionary of Greek
ερύγμηλος — ἐρύγμηλος, η, ον (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού ταύρου που προέρχεται από ερυγμή [ερεύγομαι (II)] + επίθημα ηλο] … Dictionary of Greek
εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
μεγαλομυκητής — μεγαλομυκητής, ὁ (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μυκητής (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»)] … Dictionary of Greek
μουγκρίζω — και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω) 1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή 2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη… … Dictionary of Greek
μυκητής — ο (Α μυκητής, δωρ. τ. μυκατάς, ὁ) [μυκώμαι] (νεοελλ) ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πιθήκων alouatta αρχ. αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει … Dictionary of Greek
ταναίμυκος — ον, Α (για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί μυκος < ταναός* «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι , παλαι (πρβλ. ταλαί πωρος*) + μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά μυκος] … Dictionary of Greek
ταυροβόας — ὁ, Α αυτός που έχει φωνή ταύρου, που μουγκρίζει σαν ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek
ταυρόθρους — ουν και οος, οον, Μ αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + θρόος / θροῦς «θόρυβος» (πρβλ.ἱερό θρους)] … Dictionary of Greek